- ἐξάγομαι
- ἐξάγωlead outpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάγομαι — εξάγομαι, (εξήχθη εξήχθησαν) βλ. πίν. 136 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αθέλγω — ἀθέλγω (Α) 1. αρμέγω 2. παθ. εξάγομαι με πίεση, αρμέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. σε λγω πιθ. αναλογική προς το συνώνυμο ἀμέλγω] … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση … Dictionary of Greek
οπίζω — ὀπίζω (Α) [οπός] 1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.) 2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς 3. παθ. ὀπίζομαι α) εξάγομαι, εκβάλλομαι β)… … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek
προσκατασπώ — άω, Α 1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.) 2. παθ. προσκατασπῶμαι, άομαι (για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατασπῶ «σύρω προς τα … Dictionary of Greek
συμπεραίνω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α (στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν,… … Dictionary of Greek